Menu

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΟΥΣΘΕΝΗΣ
"ΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ"

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

 Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μουσθένης  "ΤΟ  ΠΑΓΓΑΙΟ" παρακολουθώντας τις εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας και θέλοντας να προφυλάξει τους συγχωριανούς  από τυχόν μετάδοση του ιού, που είναι δυστυχώς εύκολη από ασυμπτωματικούς φορείς, αποφάσισε να μην παρουσιαστεί το αφιέρωμα για την 28η Οκτωβρίου στο χωριό. Ευχόμαστε του χρόνου να έχει λείψει η απειλή αυτή και κανονικά να γίνουν όλες οι εκδηλώσεις. Ως τότε, έχει ο καθένας και η καθεμιά  την ευκαιρία να διαβάσει σχετικά βιβλία ή να παρακολουθήσει αφιερώματα στην τηλεόραση ή το διαδίκτυο. Εμείς παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από το φετινό αφιέρωμα που τιτλοφορείται "΄Ελληνες και Ιταλοί: Η ανθρώπινη πλευρά του πολέμου του 1940" κι ένα ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, με την ευχή να κυριαρχήσει η ειρήνη στον κόσμο.

Θα ξεκινήσουμε με τη μαρτυρία του Τζάρα Δημητρίου, ανάπηρου πολέμου από τη Νικήσιανη,  όπως καταγράφηκε το 1989  από  τον ταγματάρχη Ξόμαλη Θεόδωρο στο βιβλίο του «ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΗΡΩΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 1940-1944».

Την 28η Οκτωβρίου 1940 υπηρετούσα τη θητεία μου στο 3ο Τάγμα του 25ου Συντάγματος Πεζικού της Ελευθερούπολης. Η επιστράτευση βρήκε τη μονάδα μου να επιτηρεί τα βουλγαρικά σύνορα της περιοχής Παππάδων-Δράμας.

Τέλος Φεβρουαρίου 1941 διαταχτήκαμε να μετακινηθούμε προς το Αλβανικό Μέτωπο. Προχωρήσαμε προς το όρος Τόμαρος και φτάσαμε στην Κορυτσά, την οποία είχαν καταλάβει τα στρατεύματά μας μετά από μεγάλες μάχες λόγχη με λόγχη. Η Κορυτσά είναι κτισμένη σε πεδιάδα, κοντά της υψώνονται τα βουνά Ιβάν και Ιμάροβα κι ανάμεσά τους κυλούσε γάργαρα τα άφθονα νερά του ένας ποταμός. Τα βουνά αυτά ήταν γεμάτα τρύπες και τεχνητές σπηλιές, σχεδόν «κούφια», όπου οι Ιταλοί αποθήκευαν εφόδια και πυρομαχικά, πολλά από τα οποία έπεσαν στα ελληνικά χέρια.

Αφού περάσαμε μια κρεμαστή γέφυρα του ποταμού, κατευθυνθήκαμε προς το Ψάριον όρος και τις κορυφές «Τρία Αυγά». Οχυρωθήκαμε στο ύψωμα Μαλισπάτ, τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο πίσω από τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής του μετώπου μας. Προς την κατεύθυνση αυτή και σε απόσταση 350 μέτρων από την πρώτη γραμμή ήταν η γραμμή των Ιταλών…

Η περιοχή μεταξύ των γραμμών ονομαζόταν «νεκρή ζώνη». Στη νεκρή ζώνη υπήρχε λάκκος με πηγές πόσιμου νερού. Ήταν οι μοναδικές πηγές και  ο μοναδικός τρόπος εξεύρεσης πόσιμου νερού για μας και τους Ιταλούς. Έτσι η χρησιμοποίηση των πηγών γινόταν από κοινού με τους Ιταλούς. Δεν γνωρίζω αν υπήρχε κάποια συμφωνία μεταξύ Ιταλών και Ελλήνων αξιωματικών ή αν υπήρχε κάποια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ αντιπάλων σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πηγών, πάντως τα μεσημέρια, σχεδόν καθημερινά, ανά δύο άτομα, άοπλοι, με καμιά δεκαριά παγούρια κατηφορίζαμε το ύψωμα Μαλισπάτ και πηγαίναμε ανενόχλητοι στις πηγές. Το ίδιο γινόταν  και από ιταλικής πλευράς. Τύχαινε πολλές φορές να συναντιόμαστε με τους Ιταλούς, ναι τους Ιταλούς, τους εχθρούς μας,  στην ίδια πηγή, να ανταλλάσουμε ματιές φιλικές ή ουδέτερες, πάντως όχι εχθρικές, να διστάζουν κάπως οι Ιταλοί, να μας παραχωρούν συνήθως προτεραιότητα στο γέμισμα των παγουριών, να διερωτώνται για τα διαλυμένα άρβυλά μας ή τις ματωμένες και σχισμένες στολές μας, να αποχωρούμε, να μας παρακολουθούν μέχρι να χαθούμε αμίλητοι, γεμάτοι δέος, κι έπειτα να ξαναγινόμαστε εχθροί.

Στις 30-3-1941, ημέρα Κυριακή, ώρα 0200΄, έγινε η μεγάλη επίθεση των Ιταλών στα χαρακώματά μας, συνδυασμένη-όπως πάντα-με πυκνές βολές πυροβολικού. Οι Ιταλοί ήταν αμέτρητοι. Τους αφήσαμε να φτάσουν κοντά μας κι, ενώ αυτοί λαχανιασμένοι ανηφόριζαν προς το ύψωμά μας, ξαφνικά πεταχτήκαμε μπροστά τους με παρατεταμένες τις λόγχες μας και με την ιαχή «αέρα», που σκέπαζε και το θόρυβο των όλμων μας ακόμα, τους προκαλέσαμε φόβο, σύγχυση και άτακτη οπισθοχώρηση με μεγάλες απώλειες… Την ημέρα εκείνη πιάσαμε 10 αιχμαλώτους.

…Ενώ συνόδευα τους 10 αιχμαλώτους, με νοήματα μου έδωσαν να καταλάβω ότι διψούσαν. Τους πήγα σε κάποια ρεματιά να πιουν νερό και να ξαποστάσουν. Λίγο πιο πάνω από το σημείο εκείνο, μέσα στο ρυάκι της ρεματιάς, μακάβρια κείτονταν πτώματα ζώων και ανθρώπων, μπλεγμένα μεταξύ τους διαμελισμένα ή όχι, λες και ανέμεναν με αγωνία την ώρα της ταφής τους. Μάταια όμως. Τα αίματά τους αρχικά έβαφαν κόκκινα τα νερά του ρυακιού, αλλά από το σημείο της θέσης μας περνούσαν ορμητικά, αφρισμένα πεντακάθαρα, παγωμένα, λες και ήθελαν να μας αποφύγουν. Έβλεπα τους αιχμαλώτους γονατισμένους στο ρυάκι να πίνουν και να πλένονται  με τα πρόσωπα χωμένα στο νερό και ένιωθα αηδία αλλά και οίκτο για το θέαμα που αντίκρυζα. Άλλωστε σε τι θα χρησίμευε εάν τους έλεγα ότι στο ίδιο ρυάκι λίγο πιο πάνω ήταν ριγμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων; Μήπως θα σταματούσαν να το χρησιμοποιούν; Μήπως και ο ίδιος δεν αναγκαζόμουν ελλείψει καλύτερης επιλογής να πιω από το ίδιο σημείο; Ευτυχώς που ήταν χειμώνας, αλλιώς οι αρρώστιες θα μας αποδεκάτιζαν. Θυμάμαι τη φωτογραφία που μου έδειξε ένας αιχμάλωτος και τις κινήσεις της κεφαλής του, όταν με το δάκτυλό  του  μου έδειχνε τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ήταν σαν να μου έλεγε: «δε φταίμε εμείς, οι μεγάλοι φταίνε»…

Ο Αρσενούδης Παναγιώτης, επίσης  από τη Νικήσιανη, καταθέτει τη δική του μαρτυρία για την ίδια μάχη με τους Ιταλούς   στην περιοχή Μαλισπάτ  στις 30-3-1940, ημέρα κατά την οποία δέχτηκαν σφοδρότατη επίθεση με οβίδες και όλμους. Ωστόσο, όταν κόπασε κάπως ο θόρυβος,  πετάχτηκαν απ’ τα χαρακώματά τους με τις λόγχες τους και αιφνιδίασαν τους Ιταλούς. Η νεκρή ζώνη – μεταξύ ελληνικής και ιταλικής γραμμής – γέμισε σκοτωμένους ή βαριά τραυματισμένους Ιταλούς. Τα καταπράσινα  χόρτα και οι θάμνοι, που όλο το χειμώνα ζάρωναν κάτω από το βαρύ στρώμα του χιονιού καταπατήθηκαν από τις βαριές ιταλικές μπότες και  τις ξηλωμένες ελληνικές. ΟΙ ρίζες τους ποτίστηκαν με αίμα  και οι λάσπες άλλαξαν το φυσικό τους χρώμα. Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι και τα βογγητά των τραυματισμένων Ιταλών  γέμιζαν τη φύση. Όλα εκείνο το κυριακάτικο πρωινό έχασαν την ομορφιά τους.  Ακόμα και η χαρά  μας για τη νίκη μετριάστηκε μπροστά σ’ αυτό το δράμα. Η κούραση εκείνης της ημέρας ήταν υπερβολική και η λίγη ανάπαυση στα αμπριά μας σκέτη απόλαυση. Έτσι πέρασε η υπόλοιπη μέρα και βράδιασε. Την ησυχία της νύχτας διέκοπταν τα βογγητά των τραυματισμένων Ιταλών και οι κινήσεις των τραυματιοφορέων τους, που μετέφεραν τους ζωντανούς και νεκρούς, υπό την ανοχή μας φυσικά, στον καταυλισμό τους. Τους βλέπαμε στο σκοτάδι της νύχτας να σκύβουν, να σηκώνονται, να φεύγουν βιαστικά, να ξανάρχονται και να ξαναφεύγουν κουβαλώντας τους συναδέλφους τους. Τους βλέπαμε από απόσταση 30-50 μέτρων και δεν τους πυροβολούσαμε. Μπορούσαμε έρποντας να τους πλησιάσουμε και δεν το κάναμε. Τους αφήναμε. Η συνείδησή μας δεν το επέτρεπε. Θεωρούσαμε ιεροσυλία της διακοπή της διακομιδής. Η ιατρική περίθαλψη τραυματιών και η ταφή των νεκρών εκεί, στην πρώτη γραμμή του μετώπου, θεωρούνταν από μας και τους εχθρούς ιερό καθήκον, και η τραγικότητα των σκηνών διακομιδής προκαλούσε συγκίνηση και δάκρυα. Έτσι πέρασε η νύχτα εκείνη και πλησίασε το ξημέρωμα της Δευτέρας.

 

Νικηφόρος Βρεττάκος: « Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο Αλβανικό μέτωπο»

«Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ’ τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ’ τ’ αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).»
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ’ το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ’ αμπριά.
εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ’ ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο,
τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορα μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ’ το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ’ το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα ‘ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).